- σπαθαροκανδιδάτος
- ο / σπαθαροκανδιδᾱτος, ΝΜ(στο Βυζ.)1. συν. στον πληθ. οι σπαθαροκανδιδάτοιη δεύτερη από τις πέντε τάξεις στις οποίες ήταν διηρημένο το σώμα τών σπαθαρίων2. στρατιωτικό αξίωμα, τιμητικός τίτλος αυλικών, στρατιωτικών και αρχόντων.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθάριος «σωματοφύλακας» + κανδιδᾶτος «υποψήφιος για κάποιο αξίωμα, αξιωματικός» (< λατ. candidatus)].
Dictionary of Greek. 2013.